- καλλιερῆσαι
- καλλιερέωhave favourable signs in a sacrificeaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δύναμαι — (AM δύναμαι) 1. έχω τη δύναμη, την ικανότητα, είμαι σε θέση, μπορώ («ὥστε μὴ δύνασθαι μεταβαλεῑν την χώραν», Πολύβ.) 2. έχω την ελευθερία, το δικαίωμα να κάνω κάτι («δυνήσεται πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ») 3. είμαι κατάλληλος («γῆ δυναμένη… … Dictionary of Greek
καλλιερώ — καλλιερῶ, έω (AM) παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση τής θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη αρχ. 1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῑς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν») 2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή,… … Dictionary of Greek